ορνιθόπτερος

ορνιθόπτερος
(omithopterus). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες ημερόβιες ψυχές. Ζει στην περιοχή της άλλοτε Ινδοκίνας, καθώς και στην ινδομαλαισιακή και αυστραλιανή περιοχή. Το έντομο αυτό, που συχνάζει στα υγρά δάση, πετά σε μεγάλο ύψος και έχει χρώμα μαύρο με πράσινες λουρίδες.
* * *
ο
ζωολ. γένος ροπαλόκερων λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας papilionidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ornithopterus (< όρνις, -ιθος + πτερό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”