- ορνιθόπτερος
- (omithopterus). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες ημερόβιες ψυχές. Ζει στην περιοχή της άλλοτε Ινδοκίνας, καθώς και στην ινδομαλαισιακή και αυστραλιανή περιοχή. Το έντομο αυτό, που συχνάζει στα υγρά δάση, πετά σε μεγάλο ύψος και έχει χρώμα μαύρο με πράσινες λουρίδες.
* * *οζωολ. γένος ροπαλόκερων λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας papilionidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ornithopterus (< όρνις, -ιθος + πτερό)].
Dictionary of Greek. 2013.